- διαπατταλεύω
- διαπατταλεύω και διαπασσαλεύω (Α)τεντώνω (δέρμα συνήθως) και καρφώνω τις άκρες στα άκρα σταυρωτών πασσάλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπατταλεύω — διαπασσαλεύω stretch out by nailing the extremities pres subj act 1st sg (attic) διαπασσαλεύω stretch out by nailing the extremities pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπασσαλεύω — [πασσαλεύω] βλ. διαπατταλεύω … Dictionary of Greek